ἀλύξω

ἀλύξω
ἀ̱λύξω , ἀλύσκω
shun
aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀλύσκω
shun
aor subj act 1st sg
ἀλύσκω
shun
fut ind act 1st sg
ἀλύσκω
shun
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
ἀ̱λύξω , ἀλύσσω
to be uneasy
aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀλύσσω
to be uneasy
aor subj act 1st sg
ἀλύσσω
to be uneasy
fut ind act 1st sg
ἀ̱λύξω , ἀλύσσω
to be uneasy
futperf ind act 1st sg (doric aeolic)
ἀλύσσω
to be uneasy
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
ἀ̱λύξω , ἀλύζω
socket for
aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀλύζω
socket for
aor subj act 1st sg
ἀλύζω
socket for
fut ind act 1st sg
ἀλύζω
socket for
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άλυξις — ἄλυξις ( εως), η (Α) αποφυγή, διαφυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλύσκω, από το θ. τού μέλλ. ἀλύξω] …   Dictionary of Greek

  • αλυκτοπέδη — ἀλυκτοπέδη, η (Α) συνήθως στον πληθ. αἱ ἀλυκτοπέδαι δεσμά που θλίβουν, καταπιέζουν, ενοχλούν κατ’ άλλους δεσμά άλυτα, άθραυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. με β΄ συνθετικό τη λ. πέδη «πέδικλον, εμπόδιο». Το α΄ συνθετ. τής λ. είναι αβέβαιης ετυμολογίας… …   Dictionary of Greek

  • διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”